- καναχηδόν
- κᾰνᾰχηδόν adv.,1 with a loud noise ἱκέτας Αἰακοῦ σεμνῶν γονάτωνἅπτομαι φέρων Λυδίαν μίτραν καναχηδὰ πεποικιλμέναν i. e. with the shrilling (of flutes), v.
μίτρα N. 8.15
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μίτρα N. 8.15
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
καναχηδόν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CYANEAE — insulae duae, sive potius scopuli ad os Thratii Bospori, prope pontum Euxinum, modicô spatiô inter se distantes. Una Europae, in Thracia, iuxta Punicum promontor. Altera Asiae, in littore Bithyniae, prope Ancyraeum promontor. Baudrand; Unde… … Hofmann J. Lexicon universale
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
καναχηδής — καναχηδής, ές (Α) [καναχή] καναχής*. επίρρ... καναχηδά και καναχηδόν (Α) 1. με ισχυρό κρότο, με θόρυβο, με ήχο δυνατό 2. φρ. «Λυδία μίτρα καναχηδά πεποικιλμένα» λύδιο άσμα που συνοδεύεται από μουσικά όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα επίρρ. καναχη δά και… … Dictionary of Greek